χρυσόστομος

χρυσόστομος
-η, -ο
1. αυτός που από το στόμα του βγαίνουν λόγια μεγάλης αξίας.
2. το αρσ. ως ουσ., Χρυσόστομος κύριο όνομα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Χρυσόστομος — of golden mouth masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσόστομος — of golden mouth masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσόστομος — I Όνομα κορυφαίων Ελλήνων ιερωμένων. 1. X. B’ Χατζησταύρου (1878 – 1968). Θεολόγος και παιδαγωγός, αρχιεπίσκοπος της Αθήνας και της Ελλάδας (1962 68). Γεννήθηκε στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας. Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης και παιδαγωγική… …   Dictionary of Greek

  • Ιωάννης ο Χρυσόστομος — (Αντιόχεια 354; – Κόμανα, Πόντος 407).Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (398 404), από τους σημαντικότερους εκκλησιαστικούς ρήτορες όλων των εποχών και ο πολυγραφότερος από τους Πατέρες της Εκκλησίας. Αν και ορφάνεψε πρόωρα από πατέρα, ανατράφηκε με… …   Dictionary of Greek

  • χρυσόστομον — χρυσόστομος of golden mouth masc/fem acc sg χρυσόστομος of golden mouth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χρυσοστόμου — Χρυσόστομος of golden mouth masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσοστόμου — χρυσόστομος of golden mouth masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χρυσοστόμῳ — Χρυσόστομος of golden mouth masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσοστόμῳ — χρυσόστομος of golden mouth masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χρυσόστομε — Χρυσόστομος of golden mouth masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”